- νησσοτροφία
- η1. συστηματική εκτροφή και αναπαραγωγή νησσών2. (ειδικά) κλάδος τής ζωοτεχνίας που ασχολείται συστηματικά με την αναπαραγωγή και το εμπόριο τών νησσών.[ΕΤΥΜΟΛ. < νήσσα + -τροφία (< -τρόφος < τρέφω)].
Dictionary of Greek. 2013.